- παράτυπος
- -η, -ο / παράτυπος, -ον, ΝΑνεοελλ.αυτός που γίνεται ή έγινε παρά τους τύπους, παρά τους κανόνες, που αποτελεί παράβαση τών τύπων, παράνομος, μή νομότυποςαρχ.παραχαραγμένος, κίβδηλος («παράτυπα νομίσματα», Σχόλ. στον Αριστοφ.).επίρρ...παρατύπως ΝΑ, και παράτυπα Νκατά τρόπο παράτυπο, παρά τους τύπους, παράνομα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -τυπος (< τύπτω), πρβλ. αντί-τυπος].
Dictionary of Greek. 2013.