παράτυπος

παράτυπος
-η, -ο / παράτυπος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που γίνεται ή έγινε παρά τους τύπους, παρά τους κανόνες, που αποτελεί παράβαση τών τύπων, παράνομος, μή νομότυπος
αρχ.
παραχαραγμένος, κίβδηλος («παράτυπα νομίσματα», Σχόλ. στον Αριστοφ.).
επίρρ...
παρατύπως ΝΑ, και παράτυπα Ν
κατά τρόπο παράτυπο, παρά τους τύπους, παράνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -τυπος (< τύπτω), πρβλ. αντί-τυπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παράτυπος — η, ο αυτός που γίνεται χωρίς την τήρηση των κανόνων, κατά παράβαση των τύπων: Παράτυπη ενέργεια, πράξη κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράτυπα — παράτυπος counterfeit neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • παρατυπία — η 1. η ιδιότητα τού παράτυπου, το να είναι κάτι παράτυπο, η παράβαση ορισμένων τύπων 2. συνεκδ. η πράξη που αποτελεί αυτήν την παράβαση τών τύπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράτυπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου] …   Dictionary of Greek

  • παρατυπώ — έω [παράτυπος] ενεργώ παρά τους τύπους, παρά τους κανόνες, κάνω παρατυπία …   Dictionary of Greek

  • σύντυπος — ο, Ν βιολ. καθένα από τα δείγματα μιας σειράς το οποίο χρησιμοποιείται ως πρότυπο ενός είδους όταν δεν έχουν επιλεγεί ο παράτυπος ή ο ολότυπος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”